ἔταξεν

ἔταξεν
ἐτάζω
examine
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
τάσσω
draw up in order of battle
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Onciale 071 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 071 …   Wikipédia en Français

  • Кодекс 071 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 071 …   Википедия

  • повелѣти — ПОВЕЛ|ѢТИ (> 2000), Ю, ИТЬ гл. 1.Приказать, велеть, повелеть; установить: Чѧдо алчьнааго накърмi ˫ако же ти самъ г҃ь повелѣлъ. Изб 1076, 11; то же ЗЦ XIV/XV, 9б; Се азъ мьстиславъ володимирь с҃нъ… повелѣлъ ѥсмь с҃нѹ своѥмѹ всеволодѹ ѿдати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”